ἐκπυρώσῃ

ἐκπυρώσῃ
ἐκπυρώσηι , ἐκπύρωσις
conflagration
fem dat sg (epic)
ἐκπυρόω
burn to ashes
aor subj mid 2nd sg
ἐκπυρόω
burn to ashes
aor subj act 3rd sg
ἐκπυρόω
burn to ashes
fut ind mid 2nd sg
ἐκπυρόω
burn to ashes
aor subj mid 2nd sg
ἐκπυρόω
burn to ashes
aor subj act 3rd sg
ἐκπυρόω
burn to ashes
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκπύρωση — η (Α ἐκπύρωσις) 1. πυρπόληση, ολοκληρωτικό κάψιμο 2. η μεταβολή τών όντων σε φωτιά 3. πολύ υψηλή θερμότητα ή θερμοκρασία 4. έκρηξη 5. άναμμα φωτιάς 6. είδος χορού …   Dictionary of Greek

  • διακοσμώ — (AM διακοσμῶ, έω) 1. διευθετώ πράγματα με κατάλληλο τρόπο ώστε να αποτελέσουν αρμονικό και καλαίσθητο σύνολο 2. καλλωπίζω, στολίζω 3. εξωραΐζω με γραπτά, γλυπτά, κεντητά κ.ά. κοσμήματα αρχ. 1. τακτοποιώ 2. ρυθμίζω, κανονίζω 3. (στους Στωικούς)… …   Dictionary of Greek

  • εκφλόγωσις — ἐκφλόγωσις, η (AM) ανάφλεξη, εκπύρωση αρχ. 1. το αντίθετο προς τη λαβή άκρο τής δάδας, δηλ. αυτό που καίγεται 2. ιατρ. φλόγωση, φλεγμονή τού σώματος (ολόκληρου ή μέρους του) …   Dictionary of Greek

  • Ηράκλειτος — (Έφεσος περ. 535 – 475 π.Χ.).Προσωκρατικός φιλόσοφος. Ελάχιστα γνωρίζουμε για τη ζωή του·φαίνεται όμως ότι είχε αριστοκρατική καταγωγή και για τον λόγο αυτό περιφρονούσε τόσο την τυραννίδα όσο και τη δημοκρατία. Ανεξάρτητο και δυνατό πνεύμα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”